- κληματίδας
- κληματίςvine-branchfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γύψος — Ορυκτό που κρυσταλλώνεται στην oλοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Χημικά καθορίζεται ως ένυδρο θειικό ασβέστιο (CaSo4 · 2Η2Ο). Σε καθαρή μορφή είναι άχρωμος, λευκός ή, σπανιότερα, με διάφορες αποχρώσεις. Η διαφάνειά του είναι μαργαριτώδης έως… … Dictionary of Greek
τσίμπλα — και τζίμπλα, η, Ν 1. η λήμη τών ματιών 2. η καύτρα λυχναριού 3. οφθαλμός στην βάση κάθε κληματίδας αμπελιού 4. θηλ. τού τσίμπλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρήματος τσιμπλιάζω. Η λ. τονίστηκε στην παραλήγουσα, σε αντιδιαστολή προς το αρχ. σιφλή… … Dictionary of Greek
φυλλίτης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. (πετρογρ.) λεπτοκοκκώδες μεταμορφωμένο πέτρωμα, που σχηματίζεται από την ανασύσταση λεπτόκοκκων μητρικών ιζηματογενών πετρωμάτων και παρουσιάζει χαρακτηριστική σχιστότητα, τάση για διαχωρισμό σε φυλλάρια ή πλάκες 2. βοτ. καθένα… … Dictionary of Greek